- κέρδον
- κέρδον, τὸ (Α)το φυτό στρουθίον, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στο γένος σαπωναρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράσημος — ον, Α 1. αυτός που δηλώνεται με ψεύτικο σημάδι, αυτός που δεν είναι γνήσιος, ο νόθος, ο ψεύτικος 2. αυτός που σημειώνεται στο περιθώριο 3. αυτός που δείχνει, που φανερώνει κάτι, ενδεικτικός 4. επίσημος, γνωστός, περίφημος για κάτι 5. αξιόλογος,… … Dictionary of Greek